Κνίδιος

Κνίδιος
Κνίδιος [ῐ], α, ον, ([etym.] Κνίδος)
A of or from Cnidos: οἱ Κνίδιοι the Cnidians, Hdt.1.174, al.
II κόκκος Κ., , berry of the shrub κνέωρον (Daphne Gnidium), used as a purgative, Eub.128, Thphr.HP9.20.2, Dsc.1.36, 4.172.
III [full] Κνίδιον, τό, a measure of wine, POxy.150 (vi A.D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κνίδιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… …   Dictionary of Greek

  • Εύδοξος ο Κνίδιος — (Κνίδος 408 – 355 π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, μετεωρολόγος, γεωγράφος, γιατρός και φιλόσοφος. Η φήμη του ήταν πολύ μεγάλη και γι’ αυτό ονομάστηκε Ε. ο Ένδοξος. Ίδρυσε την ονομαστή σχολή της Κυζίκου και δίδαξε θετικές επιστήμες στην Ακαδημία… …   Dictionary of Greek

  • Κνιδίαις — Κνίδιος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίη — Κνίδιος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίην — Κνίδιος of fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίης — Κνίδιος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνιδίους — Κνίδιος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνίδιαι — Κνίδιος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κνίδιοι — Κνίδιος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ктесий — Книдский Κτησίας ο Κνίδιος Титульный лист издани …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”